- μαγαρίτης
- ο (Μ μαγαρίτης)1. αυτός που απαρνείται τον χριστιανισμό και ασπάζεται τον ισλαμισμό, αρνησίθρησκος, εξωμότης2. (σκωπτικά και υβριστικά) μακαρίτηςμσν.μιαρός, μολυσμένος, μαγαρισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαγαρίζω + κατάλ. -ίτης ή, κατ' άλλη άποψη, από αραβ. Muhādžir. Με τη δεύτερή του σημ. από μακαρίτης με επίδραση τού μαγαρίζω, προκειμένου να γίνει σκωπτικό λογοπαίγνιο].
Dictionary of Greek. 2013.